μπαλαντέζα

μπαλαντέζα
η
καλώδιο μεγάλου μήκους που χρησιμεύει για τη σύνδεση κινητών ηλεκτρικών μηχανών και συσκευών με την ηλεκτρική πηγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. baladeuse, θηλ. τού baladeur «αυτός που περιφέρεται» < ρ. (se)balader «περιφέρομαι τριγυρίζω» < balade «βόλτα, περίπατος» < ballade «μπαλάντα» (βλ. λ. μπαλάντα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπαλάντα — Ποιητική σύνθεση, στην οποία διακρίνονται ιστορικά δύο τύποι: η παλιά μ. και η νεώτερη ή ρομαντική. Στην Ιταλία η παλιά μ., που λέγεται και canzone a ballo (= τραγούδι με χορό), είχε λαϊκή προέλευση και γεννήθηκε από τη συνήθεια οι κινήσεις του… …   Dictionary of Greek

  • μπαλαντέρ — ο άκλ. (στη χαρτοπαιξία ή άλλα παιχνίδια) χαρτί τής τράπουλος ή άλλο στοιχείο που μπορεί να αντικαταστήσει οποιοδήποτε άλλο χαρτί ή στοιχείο, αλλ. τζόκερ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. baladeur «αυτός που περιφέρεται» (πρβλ. αγγλ. joker) < ρ. (se)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”