- μπαλαντέζα
- ηκαλώδιο μεγάλου μήκους που χρησιμεύει για τη σύνδεση κινητών ηλεκτρικών μηχανών και συσκευών με την ηλεκτρική πηγή.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. baladeuse, θηλ. τού baladeur «αυτός που περιφέρεται» < ρ. (se)balader «περιφέρομαι τριγυρίζω» < balade «βόλτα, περίπατος» < ballade «μπαλάντα» (βλ. λ. μπαλάντα)].
Dictionary of Greek. 2013.